Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ



«Γιατί συνιστούν οί Άγιοι Πατέρες να λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και όχι «ελέησον ημάς», όπου το «ημάς» συμπεριλαμβάνει και τους άλλους; Δεν είναι εγωιστικό να νοιαζόμαστε μόνο για τον εαυτό μας, αδιαφορώντας για τους συνανθρώπους μας;»
Οί άγιοι Πατέρες προτιμούν να λέμε στον ενικό την ευχή, επειδή με τον λόγο «ελέησον με» (συχνά προσθέτουμε και «τον αμαρτωλών») δηλώνουμε συναίσθηση της αμαρτωλότητας μας, όπως και ό Δαβίδ στους ψαλμούς πολλές φορές βοά «ελέησον με», ενώ προσθέτει «ότι την άνομίαν μου εγώ γινώσκω» (Ψαλμ. ν’ 5) και «την άνομίαν μου έγνώρισα και την άμαρτίαν μου ουκ έκάλυψα» (Ψαλμ. λα’ 5). Το «ελέησον με» σημαίνει εξομολόγηση, αυτοέλεγχο, αύτομεμψία, αύτοσυναίσθηση της άμαρτωλότητας του προσευχομένου. Από τη συναίσθηση αυτή γεννιέται ή μετάνοια, ή συντριβή, οί στεναγμοί και τα δάκρυα, καθώς και πάλι μαρτυρεί ό προφητάναξ λέγοντας: «λούσω καθ’ έκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσί μου την στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. στ’7). Λέγοντας, αδελφέ, τη μικρή αυτή ευχή («Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με»), εάν επιθυμείς να γνωρίσεις καρποφορία, οφείλεις να στέκεσαι και συ ως άλλος Δαβίδ και ως άλλος Τελώνης.
Ό τελευταίος από την πολλή συναίσθηση και το στήθος ακόμη χτυπούσε, φωνάζοντας: «ό Θεός, ίλάσθητί μοι τω Αμαρτωλώ!» Κατέβηκε δε αυτός δικαιωμένος παρά ό «δίκαιος» Φαρισαίος, κατά τη μαρτυρία του Κυρίου (Λουκ. ιη’14).Και δεν αδιαφορούμε για τους άλλους. Ίσα-ίσα, επειδή νοιαζόμαστε για τους άλλους, φροντίζουμε τόσο πολύ για τον εαυτό μας. Άκουσε πάλι παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι είσαι άσημος και μόνος. Ξαφνικά, έρχεται κάποιος φίλος σου το ίδιο άσημος και μόνος, όπως εσύ. Πέφτει στα πόδια και σε παρακαλεί: «Φίλε μου, σε παρακαλώ, τρέξε στους ισχυρούς να παρακαλέσεις για μένα. Έχω μεγάλη ανάγκη». Τι θα κάνεις; Όσο συνδέεται ό φίλος σου με τους ισχυρούς, άλλο τόσο τους ξέρεις και συ. Τι βοήθεια να προσφέρεις; Ασφαλώς τίποτε.Αν όμως αγαπάς πραγματικά τον φίλο σου, αλλά και κάθε άλλο συνάνθρωπο, θα προβληματιστείς σοβαρά. Θα σκεφθείς: «Είναι ανάγκη να συνδεθώ οπωσδήποτέ με τους αρμοδίους. Πρέπει να βοηθήσω. Θα τρέξω λοιπόν στην πόλη? θα σπουδάσω? θα μορφωθώ? θα αποκτήσω θέσεις, φήμη και καλό όνομα.
Σιγά-σιγά θα συνδεθώ με τους ισχυρούς και τότε θα μπορώ άνετα να πετύχω αυτά πού θέλω».Τώρα, νομίζω, κατάλαβες Τι εννοώ. Αν θέλεις λοιπόν και συ να βοηθήσεις πνευματικά τους συνανθρώπους σου, φρόντισε πρώτα να συμφιλιωθείς ό ίδιος με τον παντοδύναμο Σωτήρα Χριστό με μετάνοια, με εξομολόγηση και να λες μαζί με τον Δαβίδ «ελέησον με!»
«Ωραία», θα μου πεις. «Να κάνω έτσι. Ας υποθέσουμε ότι συμφιλιώθηκα και εγώ με τον Κύριο Ιησού Χριστό. «Ε, τότε, από δω και πέρα δεν είναι εγωισμός να συνεχίσω να προσεύχομαι για τον εαυτό μου λέγοντας «ελέησον με» και όχι «ελέησον ημάς»;Σωστή ή παρατήρηση σου, άκουσε όμως και την εξήγηση. Ό Απόστολος Παύλος γράφει: «Καθάπερ γαρ το σώμα εν εστίν και μέλη έχει πολλά… ύμεΐς δε έστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α’ Κορ. ιβ’ 12,27). «Ώστε, κατά τον «Απόστολο, «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν» αποτελούμε μέλη ενός σώματος, του οποίου κεφαλή είναι ό Χριστός. Λέει πάλι ό μέγας Παύλος: «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α’ Κορ. ιβ’26).Για παράδειγμα, αν ό Κώστας νίκησε στα 100 ή στα 400 μέτρα και βραβεύτηκε, δεν θα δώσουμε συγχαρητήρια στα πόδια του Κώστα, αλλά στον ίδιο τον άνθρωπο. Αν πάλι τυχόν χτύπησε στον αγώνα το πόδι του, τότε δεν πονάει μόνο το πόδι, αλλά πονάει ολόκληρος.Το ίδιο και στα πνευματικά. Αν ένα μέλος της Εκκλησίας αγιάζεται με τους πνευματικούς του αγώνες, ή ωφέλεια είναι άμεση για όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας, εφόσον αποτελούμε ένα σώμα. Ό αγιασμός αντανακλά σε όλο το σώμα της Εκκλησίας.
Όποιος γεμίσει μέσα του με την ευχή του Ιησού μοιάζει με τα ουράνια σώματα. Ό ήλιος, για παράδειγμα, είναι αυτόφωτος, αλλά ή σελήνη είναι ετερόφωτη. Καθώς λοιπόν ή σελήνη παίρνει το φως του ήλιου, το διοχετεύει και φωτίζει τη ζοφερή νύχτα, έτσι γεμίζει και ό προσευχόμενος με το άδυτο φως του Ήλιου της Δικαιοσύνης Χριστού και το μεταδίδει και στους «εν σκότει και σκιά θανάτου καθεύδοντας αδελφούς του». Άλλα, όπως ή σελήνη απλώνεται σε όλη τη γη, όμως τα πυκνά νέφη αναχαιτίζουν το φως της, έτσι και ό άνθρωπος πού ζει ή επιμένει στην αμαρτία καλύπτεται από ένα σύννεφο, το όποιο σκοτίζει τον νου του και δεν μπορεί να δεχθεί μέσα του το φως της νοητής σελήνης.Αν και συ, αδελφέ, δεν βλέπεις μέσα σου το φως του νοητού ήλιου και της σελήνης, δεν φταίει ό ήλιος ούτε ή σελήνη. Φρόντισε με τη μετάνοια να διαλύσεις τα ζοφερά νέφη και τότε θα δεχθείς άπλετο το φως των προσευχών των Αγίων μέσα σου. Και αυτές είναι εμπειρίες, πού μόνος σου θα διαπιστώσεις. Πρόκειται για τα θαύματα πού βλέπει μέσα του ό κάθε αγωνιζόμενος πιστός.Ό Άγιος Σιλουανός του Άθω γράφει ότι, όσο στη γη υπάρχουν Άγιοι, ό κόσμος θα στέκει. Εάν ή γη σταματήσει να παράγει Αγίους, τότε έφθασε στο τέλος της.Όταν ένας Άγιος λέει με ταπείνωση και με αίσθημα άμαρτωλότητας το «ελέησον με», αυξάνει μεν σε αγιασμό, αυξάνει όμως και ή παρρησία του ενώπιον του Θεού. Άλλα έχοντας συνείδηση ότι αποτελεί μέλος ενός σώματος και βλέποντας ότι τα περισσότερα μέλη του σώματος, δηλαδή οί περισσότεροι αδελφοί του Χριστιανοί, λόγω της αμαρτίας ασθενούν βαριά, τότε αναλαμβάνει στον εαυτό του τα βάρη των αδελφών και στενάζει σαν να είναι δικά του τα αμαρτήματα των άλλων. «Αν μάλιστα πάσχουν και άλλα μέλη από σωματική ή ψυχική ασθένεια, τότε συμπάσχει.Ή ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» είναι το ρεύμα πού φορτίζει την μπαταρία. Πηγή είναι ό Χριστός, μπαταρία είναι ή καρδιά του ανθρώπου. Με τη μικρή αύτη ευχή ή καρδιά φορτίζεται με Χριστό, φορτίζεται συνεπώς με χριστιανικές αρετές, φορτίζεται με ζήλο, με πόθο, με ερωτά Χριστού. Πολύ φορτίζεται; Πολύ γεμίζει, πολύ χριστοποιείται. Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, πού να αποκτά, κατά τον όρο των αγίων Πατέρων, τον «μανικόν ένθεον έρωτα».
Όμως ό θείος αυτός έρωτας, κατά τους Πατέρες, έχει διπλή ιδιότητα: όσο περισσότερο αγαπάμε τον Θεό, τόσο περισσότερο αγαπάμε και την εικόνα Του, δηλαδή τον άνθρωπο? και όσο περισσότερο συμφιλιωθούμε με τον Δημιουργό μας, τόσο περισσότερο βοηθούμε και το δημιούργημα Του, τον συνάνθρωπο.Λέγοντας ένας Άγιος την ευχή, στο «ελέησον με» περιλαμβάνει πολλά. «ελέησον με», εννοεί: «Στήριξέ με στην οδό του αγιασμού, όπου Εσύ με οδήγησες, μην τυχόν και πέσω», κατά τον Απόστολο. «ελέησον με», εννοεί: «Φώτισε με, οδήγησε με». «ελέησον με», εννοεί: «Βλέπεις την αγάπη μου, τη συμπόνια μου υπέρ των αδελφών μου. Ώ Κύριε, παρακαλώ, μνήσθητι πεινώντων και διψώντων, μνήσθητι όσων πάσχουν ψυχικά και σωματικά, από καρκίνο, από εγκεφαλικά, από καρδιοπάθειες, από ψυχασθένειες, από διάφορες δαιμονικές επιδράσεις. Μνήσθητι όσων κινδυνεύουν από όλα αυτά και από κάθε ενέδρα του εχθρού. Φύλαξε τους οικείους, τους συγγενείς, τους ομοπίστους, τους ομογενείς και όλο τον κόσμο Σου από κάθε επιβουλή του αντικειμένου». «ελέησον με», εννοεί: «Μνήσθητι πάσης επισκοπής Χριστιανών Ορθοδόξων και παντός του ιερού κλήρου και φώτισε να ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας». Ακόμη, «μνήσθητι πάντων των έντειλαμένων εύχεσθε υπέρ αυτών και ιδιαιτέρως όσων έχουν ειδική ανάγκην».
Αν θέλεις, θα σου πω και κάτι άλλο, καθώς το έμαθα από τον αείμνηστο Γέροντα μου. «Πολλές φορές», έλεγε, «ή μπαταρία γεμίζει και ξεχειλάει». Τότε παύει αυτή ή ευχούλα και ως άλλος οδηγός φωτίζει τον νου Ή ψυχή αισθάνεται έντονα τη Θεία Παρουσία, τα μέλη παραλύουν και, πέφτοντας στα πόδια του γλυκύτατου Ιησού, αναλύεται σε έναν ποταμό δακρύων. Άλλοτε πάλι, σιωπά από δέος και θαυμασμό ή ψελλίζει ερωτικά ό,τι τη στιγμή εκείνη τη διδάσκει ό ένθεος έρωτας, δηλαδή το Πανάγιο Πνεύμα.Και αφού κορεσθεί ή ψυχή από θεία αγάπη, τότε αυτή ή ίδια αγάπη, με τη διπλή της ιδιότητα, στρέφει το βλέμμα προς τους αδελφούς της. Τι ευκαιρία! Είναι μοναδική ή ευκαιρία τώρα πού κρατά στα χέρια τον Ποθούμενο και Παντοδύναμο. Και λέει: «Ω γλυκύτατε Ιησού, φως της ψυχής μου, ό μόνος πραγματικός έρως! Εγώ μεν αισθάνομαι αυτή τη στιγμή ελεημένος και πανευτυχής, όμως ένα κέντρο με κεντά. Μαζί με την αγάπη, έχω μέσα μου έναν άλλο τόσο πόνο. Βλέπω τους αδελφούς μου, βλέπω την Εκκλησία μας, βλέπω τους ανθρώπους πού πάσχουν, και δεν αντέχω. Συμπονώ και συμπάσχω. Γι’ αυτό σε ικετεύω, ως Πανάγαθος και Παντοδύναμος, βοήθησε τους. Φταίνε; Το παραδέχομαι. Και ζητώ συγγνώμη. Ομολογώ το «ήμαρτον». Μέλη του σώματος μου είναι. Συνυπεύθυνος είμαι. ‘Αλλά κρούω το έλεος και την άπειρη φιλανθρωπία σου. Βοήθησε! Βοήθησε!» Να, αγαπητέ μου, πώς ή αγάπη μας ενώνει εν Χριστώ με όλα τα μέλη της Εκκλησίας μας και πώς, με τίς προσευχές των Αγίων και όσων αγωνίζονται τον καλό αγώνα, βοήθα ό Κύριος και τα υπόλοιπα ασθενή μέλη, για τα όποια ανέχεται, μακροθυμεί και αναμένει όλων τη μετάνοια για τη σωτηρία.Είδες, αυτές μόνο οι πέντε λέξεις της ευχούλας, που μπορούν να ανεβάσουν τον άνθρωπο; Ευχήσου και για μένα τον ράθυμο, αλλά και για όλους τους εν Χριστώ αδελφούς μας, να χτυπάμε ασταμάτητα την πόρτα του ελέους του Κυρίου μας, σίγουροι ότι θα τηρήσει την υπόσχεση Του, όταν είπε: «κρούετε, και ανοιγήσεται ύμίν» (Λουκ. ια’ 9) και «ό πιστεύων έπ’ αύτω ου μη καταισχυνθη» (Α’ Πέτρ. β’ 6). Αμήν.
 
 ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΕΝΑ ΒΙΝΤΕΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ.ΨΑΛΛΕΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΕΦΡΑΙΜ.    


                                     

Γέρων Εφραίμ Φιλοθεΐτης: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»


Περί προσευχής
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»
  • α’Σκοπός της ευχής είναι να ενώση τον Θεό με τον άνθρωπο· να φέρει τον Χριστό εις την καρδιά του ανθρώπου.
  • β’  Όπου η ενέργεια της ευχής, εκεί ο Χριστός συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, η ομοούσιος και αδιαίρετος Αγία Τριάς.
  • γ’Όπου ο Χριστός, το Φως του κόσμου, εκεί φως αΐδιο του άλλου κόσμου· εκεί ειρήνη και χαρά· εκεί οι Άγγελοι και οι Άγιοι· εκεί η φαιδρότης της Βασιλείας.
  • δ’Μακάριοι, εκείνοι όπου ενδύθηκαν το Φως του κόσμου, τον Χριστό εις την παρούσα ζωή· διότι αυτοί εφόρεσαν ήδη το ένδυμα της αφθαρσίας.
  • ε’Και όταν ακούης Χριστό, λέγει ο Θεολόγος Συμεών, μη προσέχης εις την σμικρότητα της λέξεως, αλλά στοχάσου την δόξα της Θεότητος Αυτού, όπου υπερβαίνει κάθε νου και διάνοια. Στοχάσου την ωραιότητα την ανεκλάλητη, τον πλούτο τον ακατάληπτο όπου δίδει εις τους αγαπώντας Αυτόν. Διότι εκείνος όπου ηξιώθη να ιδή τον Χριστό, δεν επεθύμησε ύστερα κανένα άλλο πράγμα του κόσμου τούτου, και εκείνος όπου εχόρτασε από την αγάπη του Θεού, δεν ηθέλησε πλέον να αγαπήση άλλο τίποτες εδώ εις την γην. Επειδή εις εκείνον όπου άφησε τα πάντα διά τον Χριστόν, Αυτός ο Χριστός θέλει γένει εις αυτόν όλα τα πάντα, αντί διά όλα εκείνα όπου χάριν Αυτού κατεφρόνησε.
  • ς’ Λοιπόν σκοπό έχει η νοερά προσευχή να φέρη τον Χριστό εις την καρδιά του ανθρώπου, εξορίζοντας εκείθεν τον διάβολο και χαλώντας όλο το έργο του όπου είχε καμωμένο εκεί διά της αμαρτίας. Διότι «εις τούτο εφανερώθη ο Υιός του Θεού, ίνα λύση τα έργα του διαβόλου», λέγει ο ηγαπημένος Μαθητής. Όθεν μόνον ο διάβολος γνωρίζει την ανέκφραστη δύναμη αυτών των πέντε λέξεων και διά τούτο με λυσσώδη μανία, αντιστρατεύεται, πολεμεί την ευχή.
  • ζ’ Άπειρες φορές οι δαίμονες διά στόματος δαιμονιζομένων ωμολόγησαν ότι καίονται από την ενέργεια της ευχής.
  • η’  Ήταν ένας μοναχός και είχε πέσει εις αμέλεια πολλή, τόσον ότι και τον κανόνα του άφησε και εστρέφετο προς τον κόσμο. Επήγε εις την πατρίδα του Κεφαλληνία όπου ως γνωστόν προστρέχουν οι δαιμονιζόμενοι χάριν θεραπείας εις τον Άγιο Γεράσιμο. Και λοιπόν, πηγαίνοντας και αυτός να προσκυνήση τον Άγιο, αφού ευρέθη εις την πατρίδα του, τον συναντά μία δαιμονισμένη εις τον δρόμο και του λέγει·
    -Ξέρεις τι κρατάς στο χέρι σου; Αχ, να ήξερες ταλαίπωρε, τι κρατάς στο χέρι σου! Να ήξερες πόσο με καίει εμένα αυτό το κομποσχοίνι σου· και συ το κρατάς έτσι από συνήθεια, για τον τύπο! Εμβρόντητος έμεινεν ο μοναχός. Από Θεού ήταν να ομιλήση έτσι το δαιμόνιο. Συνήλθε. Τον εφώτισε ο Θεός και λέγει εις τον εαυτό του: -Για ιδές τι κάνω ο ανόητος! Κρατώ στο χέρι μου το δυνατώτερο όπλο και δεν ημπορώ να χτυπήσω ένα διάβολο. Και όχι μόνο να τον χτυπήσω δεν ημπορώ, αλλά με σύρει και αιχμάλωτο όπου θέλει. Ήμαρτον, Θεέ μου! Και την ιδία εκείνη στιγμή αναχωρεί μετανοημένος διά το Μοναστήρι του. Και ερχόμενος έβαλε πάλι καλή αρχή. Και τόσον επρόκοψε εις την ευχή και την άλλη μοναχική πολιτεία, όπου έγινεν υπόδειγμα ωφελείας εις πολλούς. Τον επρόλαβε και η ταπεινότης μου αυτόν τον Γέροντα. Δεν άκουγες από το στόμα του άλλο παρά το· Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Ακατάπαυστα. Του έλεγες κάτι, σου έλεγε δύο λέξεις και η γλώσσα του εγύριζεν ευθύς εις την ευχή. Τόσο την είχε συνηθίσει. Τόσο τον είχε αλλοιώσει. Και να σκεφθή κανείς ότι την αξία της ευχής και του κομποσχοινίου του την απεκάλυψε -χωρίς βέβαια να θέλη- ο διάβολος, κατά τα κρίματα και τις ανεξιχνίαστες βουλές του Υψίστου.
  • θ’ Άκουσε και άλλη διήγησι παρόμοια. Όταν είμεθα εις την Νέα Σκήτη, ζώντος του Γέροντος μου Ιωσήφ, μας ήλθε ένας νεαρός δαιμονισμένος. Ο Γέροντας από εύσπλαγχνία τους εδέχετο αυτούς τους δυστυχείς. Έμεναν όσον ήθελαν και κατόπιν έφευγαν μόνοι τους. Αυτοί δεν ημπορούν να μείνουν επί πολύ εις ένα τόπο. Όλοι όσοι δεν έχουν από Θεού παράκληση μέσα τους την αναζητούν αλλάσσοντας τόπους και ανθρώπους. Ο νέος αυτός είχε δαιμόνιον γυναικός του δρόμου. Όταν τον έπιανε άλλαζε η φωνή του ως φωνή «κοινής» γυναικός και έλεγε περί ων «αισχρόν έστι και λέγειν» κατά τον Απόστολο. Ήταν την τέχνη βαρελοποιός. Αφήνομε το όνομα του. Έμεινε λοιπόν εις την Συνοδεία μας αρκετό καιρό και τις ώρες εργασίας ήρχετο εις το εργόχειρο να βοηθή ό,τι ημπορούσε. Την τρίτη ημέρα μού λέγει: -Πάτερ, δεν με μαθαίνεις και εμένα να κάμω σφραγίδια; Αυτά τα βαρέλια που κάνω είναι βαρειά δουλειά. Και έχω και αυτόν εδώ μέσα μου, συνεχώς με καταρρακώνει. -Να σε μάθω, αδελφέ μου, νάναι ευλογημένο! -Να, έτσι και έτσι θα κάνης. Τα εργαλεία είναι εδώ· τα ξύλα εκεί· τα δείγματα μπροστά σου· σ’ αυτόν τον πάγκο θα εργάζεσαι. Μόνον που, καθώς βλέπεις εδώ στην Συνοδεία όλοι οι πατέρες δεν ομιλούν, λέγουν πάντοτε την «ευχή». Λέγοντας αυτά ήθελα να αποφύγω όσον το δυνατόν την αργολογία και τον μετεωρισμό μου εις την προσευχή. Αλλά και κάτι άλλο μου εγεννήθηκε εκείνη την στιγμή: Άραγε, συλλογίσθηκα, οι δαιμονιζόμενοι ημπορούν να λέγουν την «ευχήν»; Λοιπόν επιάσαμε το εργόχειρο και την ευχή. Δεν επέρασαν λίγα λεπτά και άναψε ο δαίμονας μέσα του. Άλλαξε την λαλιά του και άρχισε να φωνάζει, να αισχρολογεί, να απειλεί, να υβρίζει. -Σκάσε κασίδη! Έλεγε από μέσα. Σκάσε! Παύσε αυτό το μουρμουρητό! Τι λες και λες τα ίδια λόγια συνέχεια. Παράτα αυτές τις λέξεις. Με ζάλισες. Καλά είμαι μέσα σου. Τι θέλεις και με αναστατώνεις; Είπε κάμποσα έτσι. Τον επαίδευσε. Τον άφησε. -Είδες τι μου κάνει; μου λέγει ο κακόμοιρος. Να, αυτά τραβώ συνέχεια. -Υπομονή, αδελφέ μου, του λέγω· υπομονή! Μην του δίνεις σημασία. Δεν είναι ιδικά σου αυτά, να στεναχωρήσαι. Εσύ φρόντισε την ευχή.
    Σχολάσαμε το εργόχειρο και πηγαίναμε προς τον Γέροντα. Και πηγαίνοντας μου λέγει· -Πάτερ, να κάμω καμιά ευχή και γι’ αυτόν που έχω εδώ μέσα μου, να τον ελεήσει και αυτόν ο Θεός; Ε, τι ήταν να το πει αυτό ο ταλαίπωρος! Παρευθύς τον πιάνει το δαιμόνιο, τον σηκώνει επάνω, και τον βροντάει κάτω· εταράχθηκε ο τόπος. Αλλάσσει την γλώσσα του και τον αρχίζει: -Σκάσε κασίδηηηη! Σκάσε, σου είπα. Τι είναι αυτά που λες; Τι έλεος; Όχι έλεος! Δεν θέλω έλεος! Οχι! Τι έκανα να ζητώ έλεος; Είναι άδικος ο Θεός! Για μια μικρή αμαρτία, για μια υπερηφάνεια, με εξώρισε από την δόξα μου. Δεν φταίμε εμείς. Αυτός φταίει! Αυτός να μετανοήσει! Όχι εμείς! Μακρυά από έλεος!
    Τον επαίδευσε πολύ· τον άφησε ράκος. Εγώ έφριξα εις τα λεγόμενα του δαίμονος. Και εκατάλαβα διά πείρας εις ολίγα λεπτά, όσα θα ήταν αδύνατον να καταλάβω, διαβάζοντας περί δαιμόνων μύρια βιβλία. Συνεχίσαμε τον δρόμο μας προς τον Γέροντα. Ο Γέροντας τον εδέχετο και τον ωμιλούσε πάντοτε με πολλή αγάπη. Και ήταν πάντα ήρεμος μαζί του. Προσηύχετο πολύ δι’ αυτούς, γνωρίζοντας τι μαρτύριο έπερνούσαν με τους δαίμονας. Και μας έλεγεν· -Εάν εμείς, που τους έχωμε απ’ έξω, τόσον μας παιδεύουν με τους λογισμούς και τα πάθη, τι μαρτύριο υποφέρουν αυτοί οι δυστυχείς που τους έχουν μερόνυχτα μέσα τους! Και κουνώντας το κεφάλι του λυπηρά συμπλήρωνε: Ίσως αυτοί περνούν την κόλασή τους εδώ. Όμως αλλοίμονο εις εκείνους, που δεν θα μετανοήσουν διά να τους παιδεύσει εύσπλαχνα ο Θεός, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εις την παρούσα ζωή. Και ανέφερε τον λόγον ενός Αγίου όπου λέγει: Εάν βλέπεις άνθρωπο να αμαρτάνει φανερά και να μη μετανοεί, και να μην του συμβαίνει κανένα λυπηρό εις την παρούσα ζωή έως την ώρα του θανάτου του, να γνωρίζεις ότι η εξέτασις του ανθρώπου αυτού θα είναι χωρίς έλεος κατά την ώρα της Κρίσεως. Και λέγοντας αυτά του Γέροντος, εμείς εβλέπαμε όλο και συμπαθέστερα τον πειραζόμενο αδελφό.
    Εις τις Ακολουθίες αυτός δεν επήγαινε μέσα με τους πατέρας, παρά εγύριζε έξω με το κομποσχοίνι εις τα βράχια· και εφώναζε συνεχώς την ευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Αντιβοούσε ο τόπος. Είχε λάβει πείρα πόσον η ευχή καίει τον δαίμονα. Και εκεί που τριγυρίζοντας τα βράχια έλεγε ασταμάτητα την ευχή, αίφνης άλλαζε η φωνή του και άρχιζε ο δαίμων -Σκάσε, σου είπα, σκάσε! Μ’ έσκασες! Τι κάθεσαι εδώ έξω και γυρίζεις τα βράχια και μουρμουρίζεις; Πήγαινε μέσα με τους άλλους και άφησε αυτό το μουρμουρητό. Τι λες και ξαναλές τα ίδια και τα ίδια μέρα – νύχτα, και δεν μ’ αφήνεις στιγμή να ησυχάσω; Με ζάλισες, με ζεμάτισες, με καις· δεν το καταλαβαίνεις; Και όταν επερνούσε η ώρα του πειρασμού εκείνος πάλι την ευχή με το κομποσχοίνι: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Είχε καταλάβει πολύ καλά αυτό που ο διάβολος ενόμιζε ότι δεν ημπορούσε να καταλάβη. Και ήταν ένας πόνος ψυχής και μία ελπίδα να τον βλέπης να υποφέρη, να αγωνίζεται, να υπομένη. Τέλος έμεινε καιρό μαζί μας και αρκετά βελτιωμένος έφυγε. Και δεν τον ξαναείδαμε. Ο Θεός γνωρίζει τι απέγινε.
  • ι’ Είδες την δύναμι της ευχής και το αμετανόητο των δαιμόνων; Κατακαίονται και φωνάζουν όχι έλεος! Και κατακρίνουν ακατάπαυστα τον Θεό. Ω της εωσφορικής υπερηφανίας! Και συ θαυμάζεσαι, πώς δεν ημπορείς να συνεννοηθείς με κάποιους ανθρώπους· να τους εννοήσεις. Αλλά συλλογίσου κατά τι διαφέρει ένας εγωιστής, ένας αμετανόητος έως τέλους άνθρωπος από ένα δαίμονα; Ένας όπου δεν καταδέχεται να ομολογήση τον Χριστό Θεό και άνθρωπο, και να ζητήσει, ενόσω ζη, το έλεος και την ευσπλαχνία Του;
  • ια’  Κατανοείς τώρα το βαθύτερο νόημα της ευχής; πώς φανερώνει τους ανθρώπους, πόσον είναι ο κάθε εις πλησίον ή μακράν του Χριστού;
  • ιβ’ Αν, ίσως, ο Χριστός είναι το Φως του κόσμου, εκείνοι όπου δεν τον βλέπουν, όπου δεν τον πιστεύουν, όλοι βεβαιότατα, είναι τυφλοί. Καθώς το εναντίον πορεύονται εις το φως όλοι εκείνοι όπου αγωνίζονται να κάμουν τις εντολές του Χριστού· αυτοί τον Χριστό ομολογούν και ως Θεό προσκυνούν και λατρεύουν. Και εκείνος όπου ομολογεί και έχει τον Χριστό Κύριο και Θεό του, ενδυναμώνεται με την δύναμι της επικλήσεως του ονόματος Του, εις το να κάμνη και το θέλημα Του. Ει δε και δεν δυναμώνεται, φανερό είναι ότι ομολογεί τον Χριστό με μόνον το στόμα, και με την καρδιά του είναι μακράν από Αυτόν.
  • ιγ’Λοιπόν η ευχή, όσον μας ενώνει με τον Χριστό, τόσον μας ξεχωρίζει από τον διάβολο. Και όχι μόνον από τον διάβολο, αλλά και από το φρόνημα του κόσμου όπου γεννά και συντηρεί τα πάθη.
  • ιδ’ Ο σατανάς της ευχής είναι η ακηδία· ο σατανάς του σατανά είναι ο πόθος της ευχής, η ζέσις της καρδιάς. «Τω πνεύματι ζέοντες», λέγει ο Απόστολος, «τω Κυρίω δουλεύοντες». Αυτή η ζέσις τραβά και κρατεί την χάρι εις τον ευχόμενο· και γίνεται εις αυτόν φως και χαρά και παραμυθία ανεκδιήγητος, εις δε τους δαίμονας πυρ και πικρία, και φεύγουν. Αυτή η χάρις, όταν έλθη, περιμαζεύει τον νου από όλους τους πονηρούς και ακάθαρτους λογισμούς.ιε’ Εις τα χείλη η ευχή; Εκεί και η χάρις. Πλήν από τα χείλη πρέπει να περάση εις τον νου, να κατεβή εις την καρδιά. Και τούτο θέλει κόπο και χρόνο πολύ.

    Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου
    ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ
    ΜΕ ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου